- ολούφω
- ὀλούφω (Α)ὀλόπτω*.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση τής λ. με το ρ. ὀλόπτω δεν διευκολύνει την ετυμολόγησή της. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το ρ. ὀλούφω πρέπει να αναχθεί σε ΙΕ ρίζα *leubh- «ξεφλουδίζω, αποσπώ, γυμνώνω» και να συνδεθεί με λατ. liber «φλοιός» (< *luber < *lubhros), ρωσ. lub «φλοιός», αρχ. ιρλδ. luib «χλόη»].
Dictionary of Greek. 2013.